Δευτέρα 15 Ιουλίου 2013

Ρέμπραντ φαν Ράιν

Ρέμπραντ Χάρμενσζον φαν Ράιν
O Ρέμπραντ Χάρμενσζον φαν Ράιν (Rembrandt Harmenszoon van Rijn, 15 Ιουλίου 1606 - 4 Οκτωβρίου 1669), ήταν μεγάλος Ολλανδός ζωγράφος και χαράκτης του 17ου αιώνα, που σήμερα συγκαταλέγεται μεταξύ των κορυφαίων ζωγράφων όλων των εποχών. Το όνομά του συμβολίζει την περίοδο της «Χρυσής Εποχής» της Ολλανδίας, στην οποία ανήκει χρονικά το έργο του.
Φιλοτέχνησε συνολικά περίπου 400 πίνακες, περισσότερα από 1000 σχέδια ζωγραφικής και περίπου 290 χαρακτικά, αν και μέρος των έργων που αποδίδονται στον Ρέμπραντ – κυρίως έργα ζωγραφικής και σχέδια – αμφισβητείται.
Περισσότερο στο πρώιμο και λιγότερο στο ύστερο έργο του, κυριάρχησαν οι προσωπογραφίες, ωστόσο διακρίθηκε σε ένα ευρύ φάσμα θεμάτων, αναπαριστώντας επίσης, τοπιογραφίες, καθώς και ιστορικές, βιβλικές, μυθολογικές ή αλληγορικές σκηνές.
Το σύνολο του έργου του χαρακτηρίζεται στην πορεία του χρόνου από εκτεταμένες και βαθιές αλλαγές στο ύφος του, ένδειξη μίας διαρκούς αναζήτησης... Γεννημένος στο Λέιντεν της Ολλανδίας, φοίτησε στη Λατινική Σχολή και στο πανεπιστήμιο της πόλης, ωστόσο πολύ σύντομα στράφηκε αποκλειστικά στη ζωγραφική, μαθητεύοντας στο πλευρό διακεκριμένων καλλιτεχνών της εποχής, όπως του Γιάκομπ Ισαάκ φαν Σβάνενμπουρχ και αργότερα του Πίτερ Λάστμαν.
Ένας από τους μεγάλους δασκάλους της δυτικοευρωπαϊκής παράδοσης που κατάφερε να προσδώσει μία ξεχωριστή διάσταση στις ιερές αυτές σκηνές, ξεφεύγοντας από την απλή εικονογραφική και διακοσμητική απόδοση πολλών άλλων ομότεχνών του ο Ολλανδός Ρέμπραντ Χάρμενσζον φάν Ράϊν.
Ο Ρέμπραντ σηματοδότησε την τέχνη της εποχής του επηρεάζοντας σαφώς την εξέλιξη της ευρωπαϊκής τέχνης με τον ξεχωριστό τρόπο με τον οποίο χειρίστηκε το χρώμα και το φως μέσα στο έργο του, κάτι που του έδινε την δυνατότητα να διεισδύει στην ίδια την ουσία του θέματος και να ανακαλύπτει την βαθύτερη δομή και νόημά του, δημιουργώντας και εφαρμόζοντας τους δικούς του κανόνες και ευρήματα που προσέδιδαν σε αυτό μια ξεχωριστή ευαισθησία.
Με κύριο εργαλείο του το χρώμα, που κυμαινόταν από το αστραφτερό λευκό μέχρι τα βελούδινα καφέ και το μαύρο, κατάφερνε να δώσει έναν ξεχωριστό φωτισμό στο έργο του που λειτουργούσε σκηνογραφικά, αποδίδοντας έτσι τις έντονες συναισθηματικές καταστάσεις των θεμάτων του, καταφέρνοντας να δημιουργήσει άχρονες σκηνές, όπως θα τις χαρακτηρίζαμε και στην ανατολική παράδοση.
Τα έργα του Ρέμπραντ ξεφεύγουν από την επιφανειακή αντιμετώπιση αυτών των θεμάτων, στην οποία μας έχουν συνηθίσει πολλοί καλλιτέχνες της δύσης, αφού ο καλλιτέχνης δεν αρκείται απλά σε μια αισθητική εικαστική αναζήτηση, αλλά παίρνει την αφορμή μέσω αυτής να εμβαθύνει και να αποδώσει εσώτερες καταστάσεις και προβληματισμούς με την χρήση συμβολικών και υπαινικτικών στοιχείων.
Κατά το δεύτερο μισό του 17ου αιώνα, σημαντικά οικονομικά προβλήματα οδήγησαν στην πτώχευσή του, παρά το γεγονός πως η φήμη του παρέμενε σχεδόν ακλόνητη ενόσω ζούσε, αλλά και μετά το θάνατό του.
Μερικά από τα εκπληκτικά έργα του:
Assuerus, Haman, and Esther, 1660
Christ in the Storm on the Sea of Galilee, 1633
Danae, 1636-1643
Diana Bathing with her Nymphs, 1634
Minerva in her Study, 1631
Historical Painting, 1626
The Abduction of Proserpina, 1631
The Artist in his Studio, 1628
The Conspiracy of Claudius Civilis, 1661
The Rape of Europa, 1632
The Rich Man from the Parable, 1627
The Rising Christ Appearing to Mary Magdalene, 1638
The Stoning of St. Stephen, 1625
Tobit and Anna with a Goat, 1645

Τετάρτη 10 Ιουλίου 2013



Θεόφιλος (1868 – 1934)
Ο Θεόφιλος (Χατζημιχαήλ) είναι ο πιο γνωστός έλληνας λαϊκός ζωγράφος. Γεννήθηκε μεταξύ 1868 και 1871 στη Βαρειά Μυτιλήνης. Ήταν το μεγαλύτερο από τα οκτώ παιδιά του Γαβριήλ και της Πηνελόπης Χατζημιχαήλ. Ο πατέρας του ήταν τσαγκάρης και η μητέρα του κόρη αγιογράφου.
Τα παιδικά του χρόνια ήταν δύσκολα, λόγω της ισχνής του κράσης, αλλά και της αριστεροχειρίας του. Ο αριστερόχειρας εκείνη την εποχή εθεωρείτο μειονεκτικό άτομο και προκαλούσε αρνητικά σχόλια στον περίγυρό του. Οι γονείς, αλλά και οι δάσκαλοί του προσπάθησαν με καταπιεστικό και συχνά βίαιο τρόπο να του αλλάξουν χέρι γραφής και να τον κάνουν δεξιόχειρα. Ο μικρός Θεόφιλος κλείστηκε στον κόσμο του και βρήκε αποκούμπι στη ζωγραφική.
Πολύ νέος, ακόμη, δραπετεύει από τη Μυτιλήνη και φεύγει για τη Σμύρνη, την πόλη με τους χιλιάδες Έλληνες, που είναι το οικονομικό κέντρο της Μικράς Ασίας. Δουλεύει θυροφύλακας στο ελληνικό προξενείο και παράλληλα ζωγραφίζει. Στη Σμύρνη, ο Θεόφιλος θα διαμορφώσει την εικαστική του γλώσσα και το βασικό του θεματολόγιο, από τον κόσμο της αρχαιότητας, του Βυζαντίου και της νεώτερης Ελλάδας. Τότε κάνει τη ζωγραφική επάγγελμά του.
Με το ξέσπασμα του Ελληνοτουρκικού πολέμου το 1897 φεύγει για την Ελλάδα, με την πρόθεση να καταταγεί εθελοντής. Πριν προλάβει να γνωρίσει τα πεδία των μαχών, ο πόλεμος τερματίζεται. Αποφασίζει να μείνει στον Βόλο, πλούσιο αγροτικό και βιομηχανικό κέντρο στις αρχές του 20ου αιώνα. Ζει μέσα στη φτώχεια και ζωγραφίζει για ψίχουλα στους τοίχους μαγαζιών του Βόλου και του Πηλίου. Παράλληλα, διασκεδάζει τους κατοίκους και γίνεται αντικείμενο αστεϊσμών με το παράξενο φέρσιμο, αλλά και τις φορεσιές του. Από νέος ακόμη, ο Θεόφιλος υιοθετεί τη φουστανέλα ως καθημερινό ένδυμα, ενώ τις Απόκριες του αρέσει να ντύνεται Μέγας Αλέξανδρος, με στολή δικής του επινοήσεως.
Τα οικονομικά του καλυτερεύουν κάπως, όταν ένας πλούσιος γαιοκτήμονας της Μαγνησίας, ο Γιάννης Κοντός, του αναθέτει το 1912 την τοιχογράφηση του σπιτιού του στην Ανακασιά. Ο Θεόφιλος ζωγραφίζει σκηνές από την Επανάσταση του '21, αρχαίους θεούς και τοπία. Σήμερα, η οικία Κοντού είναι το Μουσείο Θεόφιλου στον Βόλο.
Το 1927, μη μπορώντας να αντέξει ένα χοντρό αστείο που έγινε εις βάρος του, εγκαταλείπει τον Βόλο και επιστρέφει στη γενέτειρά του Μυτιλήνη. Λέγεται ότι κάποιος, για να διασκεδάσει τους θαμώνες ενός καφενείου, έριξε τον Θεόφιλο από μια σκάλα, όπου ήταν ανεβασμένος και ζωγράφιζε.
Εν τω μεταξύ, ο ζωγράφος Γιώργος Γουναρόπουλος μιλά με ενθουσιασμό για το έργο του Θεόφιλου στον μυτιληνιό Στρατή Ελευθεριάδη σημαίνοντα τεχνοκριτικό στο Παρίσι με το γαλλικό όνομα Τεριάν. Ο Ελευθεριάδης είναι ο άνθρωπος που επιβάλλει τον Θεόφιλο και θα τον κάνει γνωστό, τόσο στην Ελλάδα, όσο και στο εξωτερικό. Του αγοράζει χρώματα, πινέλα και πανιά και αναθέτει στον πατέρα του να του στέλνει στο Παρίσι όσα έργα ζωγραφίζει. Τότε παρατηρείται και μία στροφή στη θεματολογία του Θεόφιλου. Τα ιστορικά και ηρωικά θέματα δίνουν τη θέση τους στα πιο οικεία, τα καθημερινά, τα κοντινά.
Μόλις άρχισε να του χαμογελά η τύχη, ο Θεόφιλος βρέθηκε νεκρός στο άθλιο καμαράκι του, στις 24 Μαρτίου 1934. Η νεκροψία έδειξε ανακοπή καρδιάς.
Στις 20 Σεπτεμβρίου 1935 δημοσιεύεται συνέντευξη του Τεριάντ στην εφημερίδα «Αθηναϊκά Νέα», στην οποία χαρακτηρίζει τον Θεόφιλο «μεγάλο έλληνα ζωγράφο». Ένα χρόνο αργότερα οργανώνεται έκθεσή του στο Παρίσι. Ο μεγάλος αρχιτέκτονας Λε Κορμπιζιέ γράφει σε άρθρο του για τον Θεόφιλο «...Είναι ζωγράφος γεννημένος από το ελληνικό τοπίο. Μέσω του Θεόφιλου, ιδού το τοπίο και οι άνθρωποι της Ελλάδας: κοκκινόχωμα, πευκότοπος και ελαιώνας, θάλασσα και βουνά των θεών, άνθρωποι που λούονται σε μια τολμηρά επικίνδυνη ηρεμία….». Ο Γιώργος Σεφέρης και ο Γιάννης Τσαρούχης εκφράζονται εγκωμιαστικά για την τέχνη του.
Στις 3 Ιουνίου 1961 ο Θεόφιλος περνά τις πύλες του Λούβρου για μία μεγάλη αναδρομική έκθεση. Σήμερα, έργα του υπάρχουν διάσπαρτα σε πολλά μουσεία (Βαρειάς στη Μυτιλήνη και Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης στην Αθήνα), καθώς και σε ιδιωτικές συλλογές στην Ελλάδα και το εξωτερικό